κόμμ'

κόμμ'
κόμμα , κόμμα
stamp
neut nom/voc/acc sg
κόμμι , κόμμι
gum
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κομμιδώδης — κομμιδώδης, ῶδες (Α) αυτός που μοιάζει με κόμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμ ίδ ιον + κατάλ. ώδης (πρβλ. ασβεστ ώδης, γρανιτ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • κυνώ — (I) κυνῶ, άω (Α) [κύων] κυνίζω*. (II) κυνῶ, έω (Α) 1. φιλώ, ασπάζομαι («κύσον με καὶ τὴν χεῑρα δὸς τὴν δεξιάν», Αριστοφ.) 2. (για περιστέρια) φιλώ με τη γλώσσα («κυνοῡσι γὰρ ἀλλήλας ὅταν μέλλη ἀναβαίνειν ὁ ἄρρην», Αριστοτ.) 3. προσκυνώ. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”